- αποκληρος
- ἀπόκληροςἀπό-κληροςдор. ἀπόκλᾱρος 21) непричастный, не знающий
(πόνων Pind.)
2) лишенный наследства, обездоленный Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πόνων Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόκληρος — without lot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόκληρος — η, ο (AM ἀπόκληρος, ον, Α δωρ. τ. ἀπόκλαρος) όποιος έχει αποκλειστεί από την κληρονομιά, ο αποκληρωμένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει οδηγηθεί σε κοινωνική απομόνωση 2. εκείνος που στερείται ουσιώδη αγαθά («απόκληρος της ζωής, της τύχης») αρχ. αυτός … Dictionary of Greek
απόκληρος — η, ο 1. ο στερημένος από το δικαίωμα της κληρονομιάς: Από όλα τα παιδιά αυτός ήταν ο απόκληρος. 2. απόβλητος, παραπεταμένος, αδικημένος, άτυχος: Ανήκε κι αυτός στους απόκληρους της ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπόκληρον — ἀπόκληρος without lot masc/fem acc sg ἀπόκληρος without lot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλήρου — ἀπόκληρος without lot masc/fem/neut gen sg ἀ̱ποκλήρου , ἀποκληρόω choose by lot from imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποκληρόω choose by lot from pres imperat act 2nd sg ἀποκληρόω choose by lot from pres imperat act 2nd sg ἀποκληρόω choose… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλήρους — ἀπόκληρος without lot masc/fem acc pl ἀ̱ποκλήρους , ἀποκληρόω choose by lot from imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀποκληρόω choose by lot from imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀποκληρόω choose by lot from imperf ind act 2nd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλήρων — ἀπόκληρος without lot masc/fem/neut gen pl ἀ̱ποκλήρων , ἀποκληρόω choose by lot from imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ποκλήρων , ἀποκληρόω choose by lot from imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀποκληρόω choose by lot from imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόκληροι — ἀπόκληρος without lot masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
απόκλαρος — ἀπόκλαρος, ον (Α) βλ. απόκληρος … Dictionary of Greek
ερημοσπίτης — ο [ερημόσπιτο] 1. αυτός που το σπίτι του δυστυχεί, στερείται τα απαραίτητα, που έχει το σπίτι του στερημένο από τα αναγκαία εφόδια 2. αυτός που δεν πρόκοψε, ο απόκληρος τής ζωής «απρόκοφτος κι ερημοσπίτης») 3. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι… … Dictionary of Greek